(Wipe Out Records)
- Μέρες αργίας
- Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
- Κλόουν την Τετάρτη την Κυριακή νεκρός
- Ρίξτε τις καρδιές σας στα σκυλιά
- Η γιορτή
- Μίζερο φως
- Όπως τα χιόνια
- Δ.
- Έγινε η απώλεια συνήθειά μας
- Απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική
- Δίπλα σου σαν … πάντα
- Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα
- Φαρμακωμένη
- Τελευταία μέρα
Μουσική: ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ, στίχοι: Παντελής Ροδοστόγλου, Θάνος Ανεστόπουλος
ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΙΑΣ
(Από ένα ποίημα του Διονυσίου Καψάλη)
Ξέρω πως θα ‘ρθει και δεν θα’ μαι όπως είμαι
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου
εκεί που υψώνομαι να μάθω οτι κείμαι.
Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει
δεν θα ρωτήσω αναιδώς που το κεντρί σου
γονιός δεν θα ‘ναι να μου πει “σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε παιδί μου ξημερώνει”!
Θα ‘ρθει την ώρα που σπαράσεται το φως μου
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη
θα ‘ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει
όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου.
Δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου
θα ‘ρθει την ώρα που σπαράσεται το φώς μου
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα
στεκότανε κοντά στη φωτιά
και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μυνήματα
από μια αγάπη παλιά: “ποτέ πια”!
Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα
χόρευε σε μια ακρογιαλιά
ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά
και προχώρησε στα βαθιά.
Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα
και δεν είχε μιλιά
κοιτούσε τον θάνατο σαν μια αγάπη παλιά
και ψιθύριζε με μάτια σβηστά.
Για όλα αυτά που ζήσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
Τις ώρες που δακρύσαμε, μόνοι με τους μόνους
μοιράζοντας τους πόνους.
ΚΛΟΟΥΝ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ, ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΝΕΚΡΟΣ
Οι έρημες πόλεις, τα φώτα που σβήνουν
σαν γέροι που κλείσαν τα μάτια και πίνουν
και συ να γερνάς μες της λήθης το ψέμα
κουφάρι απόγνωσης στου ήλιου το γέρμα.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός.
Τα μάτια της λάμπουν σαν έναστρη νύχτα
τα χέρια της σκάβουν τον τύμβο της ήττας
και συ να ζητάς, να βρεις ένα τέρμα
σαν χάδι χαμένο, στης θλίψης το δέρμα.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός
στης λύπης το κατάρτι, σε στάυρωσε ο θεός
δίχως νερό κι αγάπη σ’ άφησε εδώ
σα νόθο γιο της λάσπης που κοιτάει τον ουρανό.
ΡΙΞΤΕ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΣΑΣ ΣΤΑ ΣΚΥΛΙΑ
Χαθήκαμε μακριά χωρίς εσένα
τίποτε δικό μας πια κοντά σου
σύντριψε τις μνήμες μας μέσα στα όνειρά σου
και ζήτα έλεος για μας.
Γλείφουμε τις πληγές στο άγιο σου δέρμα
σερνόμαστε κατάκοποι κοντά σου
και μεσ’ στο παρεκκλήσι της καρδιά σου
κοινωνάμε στάχτη, πίκρα και αίμα.
Νανά οι φίλοι σου δεν θα ‘ναι εδώ ποτέ ξανά
γιατί έχουν ρίξει τις καρδιές τους στα σκυλιά
και έχουν απομείνει άδεια σκιάχτρα.
Εσύ βουβή στη έρημο την φήμη σου θα σέρνεις
επάνω σε αθώες ψυχές, σε μάτια που δεν ξέρεις
θα απανθρακώνεις τις καρδιές σαν μάγισσα του χθες,
κελύφη άδεια πίσω σου με πόνο θα μαζεύεις.
Μουσώνες απ’ το πουθενά τα χείλη σου θα γδέρνουν
μες σε δωμάτια λερά ζητιάνοι θα σου γνέφουν
και θα ‘ναι τα μάτια σου ξανά φεγγάρια σκοτεινά
που πάνω τους άστρα νεκρά οι φίλοι σου θα πέφτουν.
Νανά οι φίλοι σου δεν θα ‘ναι εδώ ποτέ ξανά
θα ζούνε θάνατους υγρούς σε όνειρα θολά
και πάνω στους αμμόλοφους θα γίνονται κομμάτια.
Η ΓΙΟΡΤΗ
Κάπου θα υπάρχουν άγγελοι
κάπου θα κρύβονται στη γη
κάποτε ήσαν άνθρωποι
ήσανε φίλοι και γνωστοί.
Σε μια ανυπόφορη γιορτή
κάτω από δυνατή βροχή.
Σε είδα σε ναυάγια
εκεί που λιώναν μόνοι
σαράντα άνδρες ναύτικοι
δεμένοι στο τιμόνι.
Σε μια ανυπόφορη γιορτή
κάτω από δυνατή βροχή.
Πήρες μα κι έδωσες πνοή, στην πιο θολή μου μνήμη
τώρα μπορώ να θυμηθώ που σε είχα ξάναδει.
Σε είδα σ’ άθλιους καιρούς
να μας χτυπάει το χιόνι
να μπουσουλάμε απ’ το ποτό
και μόνο να νυχτώνει.
Πήρες μα κι έδωσες πνοή, στην πιο θολή μου μνήμη
τώρα μπορώ να αφεθώ στης μοναξιάς τη δίνη.
ΜΙΖΕΡΟ ΦΩΣ
Μίζερο φως, στο δωμάτιο,
Πνιγμένες φωνές, απ’ τον διάδρομο,
Ένα άθλιο στρώμα, γεμάτο με αίμα,
Ένα άψυχο σώμα, μ’ ένα μαχαίρι στο δέρμα.
Σκαλίζει μια φράση, πάνω στο δέρμα, μόνο με αίμα,
Δεν είναι η αγάπη, τίποτε άλλο, παρά ένα ψέμα.
Βήματα αργά, σέρνει το κορμί του,
Μπρος στον καθρέφτη, γέρνει τη μορφή του,
Τα μάτια αδειανά, γεμάτα με αίμα,
Ένα άψυχο σώμα, μ’ ένα μαχαίρι στο δέρμα.
Σφίγγει γερά, το μαχαίρι του,
Το φέρνει αργά, πάνω στο στήθος του,
Τα μάτια κενά, ένα άθλιο τέρμα,
Ένας τρελός, ένας τρελός μ’ ένα μαχαίρι στο δέρμα.
ΟΠΩΣ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ
Μίλησέ μου για τα όνειρα
που ‘χουν μέσα χρώματα
καμμένα αστέρια πέφτουν από ψηλά
τρυπώνουν σ’ άγια χώματα.
Τα ποτήρια μείναν άδεια
ένας φίλος που ‘φυγε νωρίς
το προσωπό του καθρεφτίζεται
στις γουλιές μας, στις ματιές μας
στις κραυγές μας, στις καρδιές μας.
Και δεν πιστεύεις πως οι άνθρωποι λιώνουν
όπως τα χιόνια
και δεν πιστεύεις πως οι καρδιές σαπίζουν
όπως τα σκιάχτρα στα παλιά αλώνια.
Μίλησέ μου για τα όνειρα
που τα βλέπω ασπρόμαυρα
μιαν ανάσα από το θάνατο
είναι αυτό το ξύπνημα.
Γέρασα μεσ’ στην σιωπή σου ξεχασμένος τόσα χρόνια
σ’ αυτόν τον τόπο τον λεπρό
κουφάρι θλιβερό.
Πάνω στο βράχο που με σταύρωσε η αγάπη σου αιώνια
και μου έφαγε τις σάρκες
και με άφησε λειψό
ΕΓΙΝΕ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΜΑΣ
Γλύφω το οξύ απ’ τις ρωγμες των χειλιών σου και προσπαθώ να σου απαλύνω τον πόνο
τα χρόνια που περάσανε μ’ αφήσανε μόνο να ψάχνω την πνοή μου στο νεκρό εαυτό σου.
Ζητάω βοήθεια από ανήμπορα χέρια που ριγούν στην αγάπη και στον τρόμο
πήρες λάθος τον δικό μου δρόμο και ψάχνεις το φώς μου σε σβησμένα αστέρια.
Η απουσία σου μ’ εξουθενώνει και δεν μπορώ να συνηθίσω
νοιώθω να προχωράω μπροστά μα πάντα φθάνω πίσω κι αυτή η αλήθεια με σκοτώνει.
Σβήνω τα ίχνη απ’ τα ψέμματά μας παραπατάω στη σιωπή
έγινε η απώλεια συνήθειά μας κι ο έρωτας μια άρρωστη κραυγή.
ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΑΝΤΑΡΚΤΙΚΗ
Εκεί που οι μεθυσμένοι ψιθυρίζουν
τραγούδια της αγάπης του χαμού
εκεί που οι νεκροί στριφογυρίζουν
στον ύπνο τους και κλαίνε που και που.
Εκεί που η αγάπη εχεί τελειώσει
και σιγοσβήνουν των χαμένων οι λυγμοι
εκεί που το κορμί σου έχουν στοιχειώσει
τουρίστες της ζωής σου θλιβεροί.
Μέσα στα μπαρ που αυτοκτονούνε οι θαμώνες
μέσα στην πιο καλή μας μουσική
στους σκοτεινούς της νιότης μας χειμώνες
μέσα στα έγκατα της γης.
Παντού θα με ζητάς και θα με ψάχνεις
μα εγώ θα κρύβομαι βουβός για πάντα εκεί
εκεί μέσα στα μάτια σου που αστράφτει
μια απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική.
ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ ΣΑΝ … ΠΑΝΤΑ
Αφήνω πίσω τα παλιά μου λημέρια
Και ασελγώ στο κουφάρι του χθες
ξεχειμωνιάζω σ’ ακατοίκητα χέρια
μεθάω τις λύπες μου σε άθλιες γιορτές.
Είμαι ένας άνθρωπος
που γεύτηκε τη στάχτη σου
ένα περίστροφο
στο μέτωπό σου εμπρός.
Το σκοτεινό το μονοπάτι της αγάπης σου
που ξεψυχάει διψασμένος ο θεός.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΣΕΝΑ
Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα
μιλάει για ένα μικρό ξωτικό
μιλάει για ένα τρένο με χαλασμένα φρένα
σ’ ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό.
Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα
μιλάει γι’ αυτούς που μένουν πάντα παιδιά
για ανθρώπους που τα ‘χουνε χαμένα
και μετράνε ρυτίδες σε λευκά κελιά.
Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα
μιλάει για φίλους μου παιδικούς
που απόμειναν στάχτη δίπλα στις ράγες
σαν μνήμες χαμένες από άγριους καιρούς.
Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα
μιλάει για θυσίες και σταυρούς
κατάλαβες πράγματα που σου ‘ναι ξένα
αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα,
και για κανέναν.
ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΗ
Φαρμακωμένη εσύ,
να σβήσει η … να θρέψει η …
να κλείσει η πληγή.
Σαν να ‘ταν χθες που φύσηξε αγέρας
και τα μαλλιά μας μπέρδεψε.
Κουράστηκα,
Και πέθανα,
Δεν έψαξα πουθενα.
Ονειρεμένη εσύ,
μ’ έκαψε η … μ’ έγδαρε η …
μ’ έλιωσε η … βροχή.
Σαν να ‘ταν χθες, τα λόγια της φοβέρας
οτι θα φύγεις μακρυά.
Κουράστηκα,
Και πέθανα,
Δεν έψαξα πουθενά,
Φοβήθηκα,
Μην ξαναδώ,
Τα μάτια σου, σκοτεινά, αδειανά
Αδειανά και νεκρά.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ
Άνοιξαν διάπλατα μαύροι ουρανοί
άσχημα νέα για τον ποιητή
μείναμε μόνοι σ’ αυτήν την πόλη
σ’ αυτήν την πόλη που δεν νυχτώνει
τέρμα τα όνειρα που ‘χαν ζωή
νέκρωσε η άφθαρτη γόνιμη γη.
Άμα περνιόμαστε για ζωντανοί
είμαστε από καιρό τώρα νεκροί.
Σβήσαν τα οράματα ‘γίναν καπνός
χθες αυτοκτόνησε και ο θεός.
Σκάψτε την τρύπα μου για να χωθώ
από του ήλιου το φως να κρυφτώ.
Τέρμα τα όνειρα που είχαν ζωή
νέκρωσε η άφθαρτη γόνιμη γη.
απόσπασμα από το περιοδικό AUDIO, Ιανουάριος 1997
Το “Έγινε Η Απώλεια Συνήθειά Μας” σχοινοβατεί και προκαλεί τα συνήθη ροκ ‘ ν ‘ ρολ ήθη ήδη με τον τίτλο και το εξώφυλλό του. Το ότι άριστα κάνει, το ακούμε στο πρώτο κιόλας τραγούδι “Μέρες Αργίας”, όπου μελοποιείται αριστουργηματικά ένα ποίημα του Διονυσίου Καψάλη εξίσου διαταρακτικό. Στη διάρκεια του lp, η έντονα δραματική ερμηνεία δεν κατρακυλά ούτε μια φορά σε μεγαλοσχημία, καθώς έχει μια αφοπλιστική πειθώ, μια βαθύτερη ευγένεια, αλλά και κεντρίζεται διαρκώς από ένα συγκρότημα που αγαπά τόσο ειλικρινά την καθαρόαιμη ηλεκτρική ένταση, που την παράγει με κρυστάλλινη διαύγεια. Κι όταν η μουσική αποσύρεται σε πιανιστικά κι ακουστικά ημίφωτα, η φωνή ακολουθεί με μόλις καμουφλαρισμένη ηδυπάθεια.
Με μακρινούς αισθητικούς συγγενείς στο εγχώριο παρελθόν μόνο τους Metro Decay και τους South Of No North, τα Διάφανα Κρίνα έβγαλαν τον πιο ποιητικό δίσκο της ελληνικής ροκ σκηνής.
Αλέκος Παπαδόπουλος
από το ηλεκτρονικό μουσικό περιοδικό ROADHOUSE (http://www.roadhouse.gr/)
Είναι δυνατόν ένας δίσκος να σου αλλάξει τον τρόπο σκέψης;
Είναι δυνατόν ένας δίσκος να κάνει την καρδιά σου να πλημμυρίσει α πό συναισθήματα και να σε οδηγήσει στην ποιητική πλευρά της ζωής;
Είναι δυνατόν ένας δίσκος να σε κάνει να μελαγχολήσεις, να δακρύσεις, να σου δείξει ότι υπάρχουν και άλλοι που σκέφτονται όπως εσύ;
Και όμως….
Η φωνή του Θάνου βαριά, ψυχορραγεί - πεθαίνει και ανασταίνεται σε κάθε τραγούδι.
Το ζει το τραγούδι…Ο θάνατος, η αγάπη, η ζωή, η θλίψη-η κιθάρα ουρλιάζει διαφορετικά-έχει ψυχή και κάπου κάπου ακούγεται μόνο πιάνο να σου θυμίζει όσα δεν έχεις ζήσει.
Τα Διάφανα Κρίνα είναι μια συνουσία ποίησης και μουσικής. Ο δίσκος αυτός αποτελεί σταθμό τολμώ να πω στην ιστορία της ελληνικής ροκ σκηνής.
Θα ρωτήσεις τι διαφορετικό έχει αυτός ο δίσκος…
Είναι ένα ταξίδι από τις μέρες αργίας ως την τελευταία μέρα, είναι όσα είδες το βράδυ στο όνειρό σου και φοβάσαι να τα πεις στη μαμά σου το πρωί..